στρεπτήρας

στρεπτήρας
ο / στρεπτήρ, -ῆρος, ΝΑ, και θηλ. στρέπτειρα Α
όργανο κατάλληλο για στρίψιμο ή συστροφή, στροφέας
νεοελλ.
1. γενική ονομασία εργαλείων με τα οποία πραγματοποιείται η περιστροφή ενός εξαρτήματος γύρω από άξονα
2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται κατά την αμφιδέτηση, δηλαδή την αγκυροβολιά και τών δύο αγκυρών τού πλοίου, με σκοπό την αποφυγή τής εμπλοκής τών αλυσίδων τους κατά τις αναπλωρήσεις τού σκάφους προς τον πνέοντα άνεμο
αρχ.
το θηλ. αυτή που στρέφει ή αυτή που κλώθει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέφω + επίθημα -τήρ(ας) (πρβλ. νιπ-τήρ[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”